Ματρώνη Τζατζαδάκη, Ψυχολόγος ΕΚΠΑ, Ειδ. Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια
Κάθε παιδί γύρω στα τρία του χρόνια περνά μια περίοδο που οι γονείς γνωρίζουν καλά: τη «φάση του όχι». Είναι η στιγμή που η ανεξαρτησία αρχίζει να αναδύεται και το παιδί λέει «όχι» σχεδόν σε όλα — «όχι» στο φαγητό, «όχι» στο ντύσιμο, «όχι» στην καθοδήγηση. Πίσω όμως από αυτή την επίμονη άρνηση δεν κρύβεται πείσμα ή ανυπακοή· κρύβεται η πρώτη δήλωση ύπαρξης.
Η ψυχαναλυτική θεωρία μάς δείχνει πως αυτή η φάση αποτελεί το πρώτο μεγάλο βήμα διαφοροποίησης από τη μητέρα, το πρώτο «όχι» που δηλώνει: είμαι εγώ, όχι εσύ. Το παιδί αρχίζει να κατανοεί πως είναι ξεχωριστό πρόσωπο, με δική του επιθυμία και βούληση. Είναι η αρχή της αυτονομίας αλλά και της αγωνίας της.
Όπως περιγράφει η Margaret Mahler, η φάση αυτή της «επαναπροσέγγισης» συνοδεύεται από έντονο άγχος: το παιδί θέλει να απομακρυνθεί, αλλά φοβάται ότι θα χάσει την αγάπη και την ασφάλεια της μητέρας. Το «όχι» είναι, λοιπόν, μια δοκιμή αντοχής της σχέσης: μπορεί η μητέρα να αντέξει την απόσταση; Θα παραμείνει παρούσα, ακόμη κι όταν την απορρίπτω;
Η Melanie Klein μας θυμίζει ότι μέσα σε κάθε άρνηση υπάρχει και μια δοκιμασία αγάπης. Το παιδί, στο φαντασιακό του, παλεύει με δύο εικόνες της μητέρας την «καλή» και την «κακή» και προσπαθεί να συμφιλιώσει μέσα του την αγάπη και τον θυμό, τη φροντίδα και τη ματαίωση. Αν το περιβάλλον του επιτρέψει να εκφράσει την επιθετικότητα και τη διαφωνία του χωρίς φόβο, τότε θα βιώσει ότι η σχέση δεν καταστρέφεται από τη σύγκρουση. Θα μάθει πως μπορεί να αγαπά και να λέει «όχι» ταυτόχρονα.
Αν όμως το «όχι» του συναντήσει θυμό, ενοχή ή απόρριψη, το παιδί εσωτερικεύει την πεποίθηση ότι η άρνηση είναι επικίνδυνη. Ότι η αγάπη χάνεται όταν δεν συμμορφώνεται. Και τότε, μαθαίνει να καταπνίγει το δικό του θέλω, να επιβιώνει μέσα από τη συμφωνία και την υπακοή. Δημιουργεί, όπως θα έλεγε ο Winnicott, έναν «ψευδή εαυτό» , έναν εαυτό που λέει «ναι» για να μη χάσει την αγάπη.
Στην ενήλικη ζωή, αυτή η πρώιμη εμπειρία παίρνει πολλές μορφές: άνθρωποι που δεν μπορούν να πουν «όχι» στον σύντροφό τους, που αναλαμβάνουν υπερβολικές ευθύνες στη δουλειά, που δυσκολεύονται να εκφράσουν διαφωνία ή να βάλουν όρια χωρίς ενοχή. Κάθε φορά που πρέπει να αρνηθούν, ενεργοποιείται μέσα τους εκείνος ο παλιός φόβος: αν πω όχι, θα πάψουν να με αγαπούν;
Μέσα στο θεραπευτικό πλαίσιο, η δυνατότητα να ειπωθεί ένα «όχι» αποκτά βαθιά θεραπευτική σημασία. Όταν ο θεραπευόμενος διαπιστώσει πως ο θεραπευτής αντέχει την άρνηση, πως η σχέση δεν καταρρέει επειδή δεν συμφωνούν, τότε κάτι μέσα του ξαναγράφεται. Επανέρχεται, ασυνείδητα, σε εκείνη τη στιγμή της παιδικής του ζωής που το «όχι» δεν επιτράπηκε — και αυτή τη φορά το ζει αλλιώς: το αντικείμενο δεν φεύγει, δεν θυμώνει, δεν εκδικείται. Μένει.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, το «όχι» μεταμορφώνεται από λέξη φόβου σε λέξη ύπαρξης. Δεν είναι πια πράξη απόρριψης, αλλά αυτοσεβασμού. Δεν σημαίνει «δεν σε αγαπώ», αλλά «δεν θα χαθώ για να σ’ αγαπώ». Είναι η στιγμή που η ψυχή ανακτά την ελευθερία της να επιλέγει, να διαφοροποιείται, να υπάρχει.
Το παιδικό «όχι» είναι, τελικά, η πρώτη έκφραση ελευθερίας , μια δήλωση ζωής μέσα στην εξάρτηση. Κι αν κάποτε δεν μας άφησαν να το πούμε, μπορούμε να το ξαναβρούμε αργότερα, ώριμα, μέσα στις σχέσεις μας και, ίσως, μέσα στην ψυχοθεραπεία. Γιατί κάθε αληθινό «όχι» κρύβει μέσα του ένα βαθύ «ναι»: ένα «ναι» στον εαυτό μας, στην αλήθεια μας, στη δυνατότητα να αγαπάμε χωρίς να χανόμαστε.
Η φάση του «όχι» στα τρία χρόνια είναι η πρώτη μας πρόβα αυτονομίας· ο τρόπος που εκείνη η εμπειρία βιώθηκε αφήνει ένα αποτύπωμα σε όλη τη ζωή. Όταν το «όχι» έγινε αποδεκτό, ο ενήλικας μπορεί να οριοθετεί με αγάπη. Όταν απαγορεύτηκε, η άρνηση μετατρέπεται σε φόβο.
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να γίνει ο τόπος όπου το «όχι» ξαναγεννιέται, αυτή τη φορά όχι ενάντια στη σχέση, αλλά μέσα από αυτήν ως η πιο ώριμη μορφή αγάπης και ελευθερίας.

